- προσαντιλαμβάνομαι
- Απιάνομαι χέρι με χέρι με κάποιον («καὶ γυναῑκες ἀναμὶξ ἀνδράσιν προσαντιλαμβανόμεναι τῶν χειρῶν», Στράβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἀντιλαμβάνομαι «κρατιέμαι, πιάνομαι από κάτι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσαντιλαμβανόμεναι — προσαντιλαμβάνομαι take hold of one another pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek